(Απόσπασμα από το υπό έκδοση μυθιστόρημα «Ο Θεός της κατοχής» της συγγραφέως Anais Zolie).
«Κράτα μου το χέρι... Κράτα με!»
Ναι... Τα υγρά μάτια της Ραχήλ συνεχίζουν τα λόγια που μόλις έσβησαν στον αέρα, ψιθυρίζοντας νοερά τις τελευταίες σκέψεις της, στη ψυχή του Χανς.
«Κράτα με σφιχτά, να τρέξουμε επιτέλους μαζί, για πρώτη και τελευταία φορά, στην επόμενη ζωή. Γιατί σε αυτήν, δεν αγκαλιαστήκαμε ποτέ...Δεν τρέξαμε ποτέ. Μόνο κρυβόμασταν στα χαλάσματα μιας βιασμένης πόλης. Δεν πειράζει. Μια ζωή ολάκερη, για μια ύστατη, ελεύθερη πλέον, ανάσα αγάπης. Μου φτάνει. Εσύ κράτα με για το χθες που δεν χαρήκαμε, για το αύριο που θα υπάρχουμε στην αιωνιότητα. Γιατί σε λίγα λεπτά, θα σταθούμε μπροστά στον ίδιο Θεό. Τον Θεό της κατοχής».
-«Μαμά, γιατί κάθε χρόνο τέτοια μέρα ερχόμαστε εδώ στην Καισαριανή και δεν πάμε στο Σύνταγμα να δούμε την παρέλαση; Και γιατί φέρνεις κάθε χρόνο ένα κόκκινο τριαντάφυλλο και το αφήνεις στην είσοδο του πάρκου;»
-«Γιατί εδώ παιδί μου, μένει η αδερφή μου, με τον άντρα της τον Χάνς. Και δεν είναι πάρκο. Είναι σκοπευτήριο. Είναι ναός ελευθερίας, είναι ναός της αγάπης, είναι ναός του Θεού. Αλλά θα στα πω κάποτε, όταν θα’ρθει η ώρα...».
Anais Zolie
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Πόσα λόγια έχουν γραφτεί και πόσα ακόμα θα γραφτούν για τις διαφορές των ανθρώπων: ταξικές, φυλετικές, πολιτικές, θρησκευτικές... Και πόσα έχουν πυροδοτήσει τη φαντασία των συγγραφέων, ενσαρκώνοντας μυθοπλαστικές, φανταστικές ιστορίες. Και σχεδόν τα περισσότερα έχουν ως αφετηρία μια πραγματική ιστορία. Το πόσο κοντά θα κρατηθούν στην αλήθεια ή εάν θα βυθιστούν ολοκληρωτικά στη φαντασία, εναπόκειται στην πένα του συγγραφέα.
Όμως εδώ δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο. «Ο Θεός της κατοχής», μέσα από την πένα και την ενδελεχή έρευνα της συγγραφέως – ερευνήτριας, θα μας μεταφέρει μέσα από μαρτυρίες και πραγματικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν κατά τη διάρκεια της πιο μελανής περιόδου της ανθρωπότητας, στο θρίαμβο της ανθρωπιάς, της αγάπης, για να μας παραδώσει γαλήνια στην αγκαλιά του ενός και μοναδικού στοργικού Πατέρα, ανεξάρτητα από το τι ορισμό ή όνομα δίνει ο καθένας μας στο Θείο. Θα μας πει κεκαλυμμένα με το μανδύα του μύθου, κάποιες αλήθειες τις οποίες όλοι έχουμε ακούσει, κάποιοι ίσως έχουμε βιώσει, και ορισμένοι έχουμε ηθελημένα λησμονήσει, ένεκα του μίσους, της φρίκης, της προδοσίας. Θα μας πει ότι το ήθος, η αξιοπρέπεια, η ελευθερία και η αγάπη, είναι ίδια για όλους, και ότι για αυτά αξίζει κανείς να ζει και να πεθαίνει. Θα μας περάσει από το φρικαλέο τοπίο της γειτονιάς μας, όπως ήταν τότε, στα χρόνια της κατοχής, θα μας γνωρίσει το μεγαλείο ή την κτηνωδία του γείτονα, είτε ανθρώπου και υπανθρώπου, για να καταλήξει σε μια από τις πιο ωραίες ιστορίες αγάπης, αυτής που έζησαν δύο απλοί άνθρωποι προερχόμενοι από αντίπαλα στρατόπεδα, την ύστατη στιγμή της ζωής τους, ελεύθεροι και δικαιωμένοι ενώπιον του Θεού.
Το πόσο πρόκειται για μυθιστόρημα ή για πραγματικά γεγονότα, η συγγραφέας φροντίζει επιμελημένα να καλύπτει για ευνόητους λόγους. Για αυτό και το πόνημά της βαφτίζεται ως μυθιστόρημα. Και ως τέτοιο θα πρέπει να αντιμετωπιστεί. Άλλωστε οι «γείτονες» του τότε, ζουν ακόμα. Το ίδιο και τα ονόματα στους τοίχους των κατοχικών κολαστηρίων, ή στις διάσπαρτες μαρμάρινες πλάκες στο Βύρωνα, στην Καισαριανή, και σε τόσες άλλες γειτονιές. Το ζευγάρι της ιστορίας όμως, όχι. Ίσως το ξέρω γιατί ήμουν εκεί. Ίσως ήσασταν και εσείς εκεί. Ίσως απλά τα μάθαμε από κάποιον παππού στο καφενέ, καμιά κατοχική φωτογραφία, ή τις ιστορίες της γιαγιάς. Εσείς θα κρίνετε. Καλωσήρθατε στον «Θεό της κατοχής»...
Β.Τ.
«Κράτα μου το χέρι... Κράτα με!»
Ναι... Τα υγρά μάτια της Ραχήλ συνεχίζουν τα λόγια που μόλις έσβησαν στον αέρα, ψιθυρίζοντας νοερά τις τελευταίες σκέψεις της, στη ψυχή του Χανς.
«Κράτα με σφιχτά, να τρέξουμε επιτέλους μαζί, για πρώτη και τελευταία φορά, στην επόμενη ζωή. Γιατί σε αυτήν, δεν αγκαλιαστήκαμε ποτέ...Δεν τρέξαμε ποτέ. Μόνο κρυβόμασταν στα χαλάσματα μιας βιασμένης πόλης. Δεν πειράζει. Μια ζωή ολάκερη, για μια ύστατη, ελεύθερη πλέον, ανάσα αγάπης. Μου φτάνει. Εσύ κράτα με για το χθες που δεν χαρήκαμε, για το αύριο που θα υπάρχουμε στην αιωνιότητα. Γιατί σε λίγα λεπτά, θα σταθούμε μπροστά στον ίδιο Θεό. Τον Θεό της κατοχής».
-«Μαμά, γιατί κάθε χρόνο τέτοια μέρα ερχόμαστε εδώ στην Καισαριανή και δεν πάμε στο Σύνταγμα να δούμε την παρέλαση; Και γιατί φέρνεις κάθε χρόνο ένα κόκκινο τριαντάφυλλο και το αφήνεις στην είσοδο του πάρκου;»
-«Γιατί εδώ παιδί μου, μένει η αδερφή μου, με τον άντρα της τον Χάνς. Και δεν είναι πάρκο. Είναι σκοπευτήριο. Είναι ναός ελευθερίας, είναι ναός της αγάπης, είναι ναός του Θεού. Αλλά θα στα πω κάποτε, όταν θα’ρθει η ώρα...».
Anais Zolie
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Πόσα λόγια έχουν γραφτεί και πόσα ακόμα θα γραφτούν για τις διαφορές των ανθρώπων: ταξικές, φυλετικές, πολιτικές, θρησκευτικές... Και πόσα έχουν πυροδοτήσει τη φαντασία των συγγραφέων, ενσαρκώνοντας μυθοπλαστικές, φανταστικές ιστορίες. Και σχεδόν τα περισσότερα έχουν ως αφετηρία μια πραγματική ιστορία. Το πόσο κοντά θα κρατηθούν στην αλήθεια ή εάν θα βυθιστούν ολοκληρωτικά στη φαντασία, εναπόκειται στην πένα του συγγραφέα.
Όμως εδώ δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο. «Ο Θεός της κατοχής», μέσα από την πένα και την ενδελεχή έρευνα της συγγραφέως – ερευνήτριας, θα μας μεταφέρει μέσα από μαρτυρίες και πραγματικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν κατά τη διάρκεια της πιο μελανής περιόδου της ανθρωπότητας, στο θρίαμβο της ανθρωπιάς, της αγάπης, για να μας παραδώσει γαλήνια στην αγκαλιά του ενός και μοναδικού στοργικού Πατέρα, ανεξάρτητα από το τι ορισμό ή όνομα δίνει ο καθένας μας στο Θείο. Θα μας πει κεκαλυμμένα με το μανδύα του μύθου, κάποιες αλήθειες τις οποίες όλοι έχουμε ακούσει, κάποιοι ίσως έχουμε βιώσει, και ορισμένοι έχουμε ηθελημένα λησμονήσει, ένεκα του μίσους, της φρίκης, της προδοσίας. Θα μας πει ότι το ήθος, η αξιοπρέπεια, η ελευθερία και η αγάπη, είναι ίδια για όλους, και ότι για αυτά αξίζει κανείς να ζει και να πεθαίνει. Θα μας περάσει από το φρικαλέο τοπίο της γειτονιάς μας, όπως ήταν τότε, στα χρόνια της κατοχής, θα μας γνωρίσει το μεγαλείο ή την κτηνωδία του γείτονα, είτε ανθρώπου και υπανθρώπου, για να καταλήξει σε μια από τις πιο ωραίες ιστορίες αγάπης, αυτής που έζησαν δύο απλοί άνθρωποι προερχόμενοι από αντίπαλα στρατόπεδα, την ύστατη στιγμή της ζωής τους, ελεύθεροι και δικαιωμένοι ενώπιον του Θεού.
Το πόσο πρόκειται για μυθιστόρημα ή για πραγματικά γεγονότα, η συγγραφέας φροντίζει επιμελημένα να καλύπτει για ευνόητους λόγους. Για αυτό και το πόνημά της βαφτίζεται ως μυθιστόρημα. Και ως τέτοιο θα πρέπει να αντιμετωπιστεί. Άλλωστε οι «γείτονες» του τότε, ζουν ακόμα. Το ίδιο και τα ονόματα στους τοίχους των κατοχικών κολαστηρίων, ή στις διάσπαρτες μαρμάρινες πλάκες στο Βύρωνα, στην Καισαριανή, και σε τόσες άλλες γειτονιές. Το ζευγάρι της ιστορίας όμως, όχι. Ίσως το ξέρω γιατί ήμουν εκεί. Ίσως ήσασταν και εσείς εκεί. Ίσως απλά τα μάθαμε από κάποιον παππού στο καφενέ, καμιά κατοχική φωτογραφία, ή τις ιστορίες της γιαγιάς. Εσείς θα κρίνετε. Καλωσήρθατε στον «Θεό της κατοχής»...
Β.Τ.